Τετάρτη 4 Απριλίου 2007

Che Guevara: Τρίτο Μέρος




Πολύ ωραίο βίντεο, πάντα με την ηχητική συνοδεία του “Hasta Siempre”. Στο πρώτο μέρος βλέπουμε σκηνές από το ταξίδι με μοτοσικλέτα (μια πολύ παλιά Norton) που πραγματοποίησε με τον φίλο του Αλμπέρτο Γρανάδο στη Λατινική Αμερική. Ένα τρελό εγχείρημα που κατά τους επαΐοντες σφυρηλάτησε το επαναστατικό του πνεύμα μια και είδε την φτώχεια, τη δυστυχία και την εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους. Ταυτόχρονα κατάλαβε και τον ρόλο των Αμερικανών στη Νότια Αμερική. Στο δεύτερο μέρος βλέπουμε σκηνές από το σκληρό καθεστώς του Δικτάτορα Μπατίστα (με τις ευλογίες της Ουάσινγκτον φυσικά – φοβερή αντίφαση η φτωχή κουβανή εργάτρια με τις μπανάνες σε αντιπαράθεση με τα αμερικάνικα δολάρια στα κουβανέζικα καζίνο) και τέλος την επανάσταση της Κούβας. Στη τελευταία σκηνή και πιο συγκινητική κατ’ εμένα είναι η μητέρα του που έρχεται να τον συναντήσει στην Αβάνα, θριαμβευτής πλέον και ελευθερωτής της Κούβας. Κοιτάξτε πως τον κοιτάει.

Συνέχεια του αφιερώματος:

Επανάσταση στην Κούβα


Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών, από χώρες όπως το Πουέρτο Ρίκο, το Περού, η Βενεζουέλα, η Γουατεμάλα και η Κούβα. Στην πόλη του Μεξικού, συνάντησε τον Κουβανό εξόριστο Νίκο Λόπες, γνώριμό του από την περίοδο της παραμονής του στη Γουατεμάλα, ενώ επανασυνδέθηκε και με την Ίλδα Γκαδέα. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, εργάστηκε ως γιατρός και ως φωτογράφος, εν μέσω πολλαπλών επαγγελματικών κρίσεων και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε κατά διαστήματα. Το καλοκαίρι του 1955, ήρθε σε επαφή με τον αδελφό του Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ, από τον οποίο πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Κάστρο στο Μεξικό. Στις αρχές Ιουλίου του 1955, o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιντέλ Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των "Moνκαντίστας", και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Μπατίστα. Την πρώτη συνεύρεσή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική και το ενδεχόμενο της οργάνωσης μίας επανάστασης ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα. Την ίδια περίπου περίοδο, η Γκαδέα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της πρότεινε γάμο, ο οποίος τελέστηκε τελικά στις 18 Αυγούστου 1955, στο ληξιαρχείο του μεξικανικού χωριού Τεποτσοτλάν.

Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου (ισπ. Movimiento 26 de Julio, M-26-7), με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος. Ο Γκεβάρα συμφώνησε να τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού, ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών, το βασικό στάδιο της οποίας ξεκίνησε στις αρχές του 1956, υπό τις οδηγίες του Μεξικανού παλαιστή Αρσάνιο Βαγένας σε ζητήματα εκγύμνασης και αυτοάμυνας, καθώς και του πρώην συνταγματάρχη του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού, Αλπέρτο Μπάγιο. Στα απομνημονεύματα του Μπάγιο, πληροφορούμαστε πως ο Γκεβάρα επέδειξε μεγάλη θέληση κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αποτελώντας τον καλύτερο μαθητή του. Την ίδια περίοδο, θεωρείται πιθανό πως απέκτησε το παρωνύμιο Τσε (Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος μιλώντας, έκφραση που αν και είχε εισαχθεί στη γλώσσα των Αργεντινών, φαινόταν αστεία στους Κουβανούς.

Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών και ο Τσε Γκεβάρα, ταξίδεψαν με το πλοιάριο Granma, από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ με προορισμό την Κούβα, στην οποία έφθασαν τελικά στις 2 Δεκεμβρίου. Κατά την απόβασή τους, δέχθηκαν επίθεση από τα στρατεύματα του καθεστώτος, από την οποία επέζησαν 15-20 αντάρτες που κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα. Με σημείο εκκίνησης την επίθεση αυτή, ο ρόλος του Τσε Γκεβάρα στον ανταρτοπόλεμο διαφοροποιήθηκε σταδιακά, αντιλαμβανόμενος o ίδιος όλο και λιγότερο ως μοναδικό καθήκον του την ιατρική συμπαράσταση, και λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών. Η αποφασιστικότητά του και οι ικανότητες του, σύντομα οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος, κερδίζοντας το σεβασμό των υπολοίπων ανταρτών, χωρίς να απουσιάζει και το αίσθημα του φόβου που προκαλούσε ενίοτε η σκληρότητά του, υπεύθυνος ο ίδιος για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του κουβανικού καθεστώτος. Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας, στις 21 Ιουλίου 1957. Αν και μέχρι τότε αποτελούσε έναν απλό οπλίτη, χωρίς να έχει διακριθεί ιδιαιτέρως σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά έχοντας επιδείξει γενναιότητα και αρχηγικές δεξιότητες, ο Κάστρο του εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού (για λόγους παραλλαγής έφερε τον αριθμό 4), έχοντας έτσι μόνο τον Κομαντάντε εν Σέφε Φιντέλ Κάστρο ως ανώτερό του.

Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Τσε Γκεβάρα υπήρξε η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958, μία καθοριστική στιγμή στην ιστορία της κουβανικής επανάστασης. Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια ανταρτοπολέμου στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του πολύ μεγαλύτερου στρατού του Μπατίστα, o οποίος δεχόταν και την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Με την κατάκτηση της Σάντα Κλάρα, ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα ήταν πλέον ελεύθερος και την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα, με προορισμό την Δομινικανή Δημοκρατία. Την μάχη στη Σάντα Κλάρα ακολούθησαν και άλλες σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις, πριν την τελική επικράτηση των ανταρτών.

Μέλος της κυβέρνησης της Κούβας

Μετά την επιτυχία του αντάρτικου στρατού και κατά τους πρώτους μήνες της κατάληψης της εξουσίας, ο Τσε Γκεβάρα τέθηκε διοικητής του φρουρίου Λα Καμπάνια, με αρμοδιότητα να εξετάζει τις εφέσεις των υποθέσεων των δύο Επαναστατικών Δικαστηρίων (Tribunales Revolucionarios, TR) που λειτουργούσαν δικάζοντας στρατιωτικούς και αστυνομικούς ή πολίτες. Στις 7 Φεβρουαρίου 1959, ψηφίστηκε ένα διάταγμα μέσω του οποίου αποκτούσαν την κουβανική υπηκοότητα όλοι οι αλλοδαποί διοικητές του αντάρτικου στρατού. Ο νόμος αυτός, επρόκειτο εμφανώς να εφαρμοστεί αποκλειστικά στην περίπτωση του Τσε Γκεβάρα, αποτελώντας ένα είδος φόρου τιμής και αναγνώρισης στο πρόσωπό του και τη συμβολή του στην κουβανική επανάσταση.

Μαζί με τους Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ Κάστρο και Καμίλο Σιενφουέγος, αποτέλεσε μετά την επανάσταση σημαντικό μέλος της νέας κουβανικής κυβέρνησης, η οποία σύντομα ξεκίνησε να πραγματοποιεί ριζικές μεταρρυθμίσεις, καθιερώνοντας για παράδειγμα δωρεάν σύστημα υγείας, όπως και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εξασφάλιζε και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (μέχρι τότε κυρίως αναλφάβητα) σχολική μόρφωση. Στην κυβέρνηση, ο Γκεβάρα υποστήριξε περισσότερο τις κομμουνιστικές ιδέες απ' όσο ο Φιντέλ Κάστρο. Αν και ήταν ένθερμος υποστηρικτής μίας ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης στη χώρα, χαρακτήρισε τον πρώτο σχετικό νόμο της κυβέρνησης ως μετριοπαθή, «που δεν αποτολμούσε να υπεισέλθει στα ουσιαστικότερα ζητήματα, όπως ήταν η κατάργηση της μεγάλης γαιοκτησίας». Στις 7 Οκτωβρίου, ο Κάστρο του ανέθεσε την αρχηγία του Τομέα Βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου της Αγροτικής Μεταρρύθμισης (Insituto Nacional de la Reforma Agragia, INRA), ρόλος που προστέθηκε στα καθήκοντά του ως διοικητής της Λα Καμπάνια αλλά και αρχηγός του Τμήματος Εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων. Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του έργου του, ο Γκεβάρα απευθύνθηκε στον οικονομολόγο Σαλβαδόρ Βιλασέκα, ξεκινώντας μαζί του μία σειρά από μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.

Στην ακμή της πολιτικής του δραστηριότητας ως μέλος της κυβέρνησης, ο Τσε διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας, στις 26 Νοεμβρίου 1959, διατηρώντας παράλληλα την ευθύνη για το τμήμα βιομηχανίας του INRA και την πολιτιστική επιμόρφωση του στρατού. Ανάμεσα στις πρώτες του ενέργειες, ήταν μία σειρά μέτρων με στόχο τον έλεγχο του αποθέματος συναλλάγματος, καθώς και η ρευστοποίηση των τραπεζών του καθεστώτος του Μπατίστα. Στα τέλη του έτους, και ενώ οι τράπεζες των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν ήδη αναστείλει τις πιστώσεις των εισαγωγών, άρχισε να διερευνά, σε συνεργασία με τον Φιντέλ Κάστρο και άλλους κομμουνιστές ηγέτες, το ενδεχόμενο της σοβιετικής στήριξης. Το Φεβρουάριο του 1960, υποδέχθηκε τον Αναστάς Μικογιάν, μέλος του πολιτικού γραφείου του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και ένθερμο υποστηρικτή της προσέγγισης με την Κούβα, όπως άλλωστε ήταν αρχικά και ο ίδιος ο Τσε. Το επόμενο διάστημα, εντάθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της κουβανικής κυβέρνησης, ενώ στις 13 Οκτωβρίου κηρύχθηκε εμπάργκο σε όλα τα εμπορεύματα με προορισμό την Κούβα, αποκλείοντας τη χώρα από κάθε οικονομική δραστηριότητα. Μία εβδομάδα αργότερα, ο Τσε Γκεβάρα σχολίασε τον αποκλεισμό, αναφερόμενος σε ελλείψεις που δεν θα ήταν δυνατό να καλυφθούν, αλλά και εκφράζοντας αισιοδοξία για την πορεία της κρατικοποιημένης πλέον βιομηχανίας. Παράλληλα, έκανε γνωστό πως δεν ήταν πλέον πρόεδρος της τράπεζας, αναλαμβάνοντας νέα καθήκοντα.

Στα τέλη Οκτωβρίου του 1960, συμμετείχε ως επικεφαλής μίας διπλωματικής αποστολής, με στόχο την εξασφάλιση της στήριξης του σοβιετικού μπλοκ, με τις κύριες διαπραγματεύσεις να πραγματοποιούνται στη Σοβιετική Ένωση. Συναντήθηκε με τον Χρουτσόφ στη Μόσχα ενώ αργότερα επισκέφτηκε το Πεκίνο όπου συνάντησε τον Μάο Τσετούνγκ και έγινε γενικά θερμά δεκτός. H περιοδεία του περιλάμβανε ακόμα την Κορέα και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. H αποστολή εξασφάλισε τελικά ευνοϊκές συμφωνίες, για την εξαγωγή τεσσάρων εκατομμυρίων τόνων ζάχαρης, σε τιμή υψηλότερη από εκείνη της παγκόσμιας αγοράς, εξασφαλίζοντας παράλληλα τον εφοδιασμό της Κούβας με πετρέλαιο και αγορές βιομηχανικών μονάδων με ευέλικτες πιστώσεις. Στις 23 Φεβρουαρίου 1961 διορίστηκε υπουργός του νεοσύστατου Υπουργείου Βιομηχανίας της Κούβας, σκοπός του οποίου ήταν η οργάνωση των πολυάριθμων βιομηχανικών μονάδων που είχαν αποκτηθεί, καθώς και των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων που υπάγονταν στο Τμήμα Βιομηχανίας του INRA.

Τον Απρίλιο του 1961, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής του Κόλπου των Χοίρων, ο Τσε Γκεβάρα τέθηκε επικεφαλής των κουβανικών στρατευμάτων που θα υπερασπίζονταν την επαρχία Πινάρ ντελ Ρίο, όπου σύμφωνα με ενδείξεις των μυστικών υπηρεσιών, αναμενόταν η πρώτη επίθεση. Χάρη στην αποτελεσματική αντίδραση της κουβανικής αεροπορίας και την αντίσταση της πολιτοφυλακής, η αμερικανική εισβολή απέτυχε, ενώ το στράτευμα του Γκεβάρα παρέμεινε σε αμυντική διάταξη και ανενεργό, καθώς η συγκέντρωση αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων κοντά στο Πινάρ ντελ Ρίο αποτέλεσε τελικά προσπάθεια αντιπερισπασμού.


Συνεχίζοντας το έργο του ως υπουργός βιομηχανίας, επεδίωξε να προωθήσει την ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας, πρόγραμμα που υπήρξε όμως πρόωρο, αντιμετωπίζοντας πολλές δυσκολίες στην εφαρμογή του και καταλήγοντας σε αποτυχία. Τον Αύγουστο του 1961 συμμετείχε στις συνεδριάσεις της ολομέλειας του Διαμερικανικού Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου, καταψηφίζοντας το δεκαετές σχέδιο του Τζον Φ. Κένεντι «Συμμαχία για την Πρόοδο» (Alliance for Progress), το οποίο χαρακτήριζε ως μία προσπάθεια αναχαίτισης των επαναστατικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική και κατασκεύασμα κατά της Κούβας. Την ίδια περίπου περίοδο, διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην απόφαση εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από τις μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών, οδηγώντας τελικά στην Κρίση των πυραύλων, τον Οκτώβριο του 1962.

Σε ότι αφορά την οικονομική πολιτική, ο Τσε Γκεβάρα ήταν αντίθετος στην αντιγραφή του σοβιετικού οικονομικού μοντέλου της «οικονομικής αυτοδιαχείρισης», καθώς θεωρούσε πως οι ιδιαίτερες συνθήκες της Κούβας απαιτούσαν διαφορετικές πρακτικές και υπερασπιζόταν το συγκεντρωτισμό στον τομέα της βιομηχανίας.


Συνέχεια αύριο (Ο Che εγκαταλείπει την Κούβα).

Δεν υπάρχουν σχόλια: